- γιγνώσκετε
- γιγνώσκωcome to knowpres imperat act 2nd plγιγνώσκωcome to knowpres ind act 2nd plγιγνώσκωcome to knowimperf ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γιγνώσκεθ' — γιγνώσκετε , γιγνώσκω come to know pres imperat act 2nd pl γιγνώσκετε , γιγνώσκω come to know pres ind act 2nd pl γιγνώσκεται , γιγνώσκω come to know pres ind mp 3rd sg γιγνώσκετο , γιγνώσκω come to know imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… … Dictionary of Greek